ὁ κοινὸς ἁπάσης ἀδολεσχίας ἐπῳδός
1 επωδός — Ο όρος στην αρχαία χορική ποίηση σήμαινε την τελευταία περίοδο της τριάδας (στροφή, αντιστροφή, ε.), την οποία οι ηθοποιοί τραγουδούσαν όρθιοι. Στην κλασική μετρική, ε. ονομάστηκε ο δεύτερος και πιο σύντομος στίχος της δίστιχης στροφής και ύστερα …
2 κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …
3 παράγοντας και κοινός παράγοντας — (Μαθημ.). Οποιοιδήποτε αριθμοί, όταν συνδέονται μεταξύ τους με την πράξη του πολλαπλασιασμού, είναι οι παράγοντες του γινομένου τους. Ο πολλαπλασιασμός τελείται μεταξύ παραγόντων και έτσι η έννοια π. είναι σύμφυτη με την πράξη αυτή. Κάθε γινόμενο …
4 επωδός — ο см. εφύμνιο …
5 κοινός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει σε περισσότερους από έναν, δημόσιος: Έχουμε κοινό ταμείο. 2. αυτός που αρμόζει σ όλους: Η μοίρα των ανθρώπων είναι κοινή. 3. μέτριος: Αγόρασα ένα κοινό σπίτι. 4. αυτός που συγκεντρώνει τις προσπάθειες πολλών: Ο… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6 κοινός — common masc nom sg κοινός common masc/fem nom sg …
7 Κοῖνος — masc nom sg …
8 ἐπῳδός — singing to masc/fem nom sg …
9 Ἑρμῆς κοινός. — См. Чур пополам …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
10 κοινός διαιρέτης — Μαθηματικός όρος, που υποδηλώνει τον αριθμό ο οποίος διαιρεί μια ομάδα άλλων αριθμών ακριβώς, δηλαδή χωρίς να αφήνει υπόλοιπο. Για παράδειγμα, ο αριθμός 2 είναι κ.δ. των αριθμών 4, 8, 16 κ.ά …
11 κοινός — [кинос] ас. общий, совместный …
12 επωδός — η στίχος ή ολόκληρη στροφή που ξαναγυρίζει συχνά σε κάποιο ποίημα ή τραγούδι και επαναλαμβάνεται σε διαφορετικό ρυθμό ύστερα από μία ή περισσότερες στροφές, το γύρισμα, το τσάκισμα, το ρεφρέν …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
13 ἀδολεσχίας — ἀ̱δολεσχίᾱς , ἀδολεσχία prating fem acc pl ἀ̱δολεσχίᾱς , ἀδολεσχία prating fem gen sg (attic doric aeolic) …
14 ἀπάσης — ἀπά̱σης , ἀπό ἀσάω glut oneself imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀπά̱σης , ἀπό ἀσάω glut oneself imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀπά̱σης , ἀπό ἀσάω glut oneself imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀπό ἀσάω glut oneself pres… …
15 ἁπάσης — ἁπά̱σης , ἅπας sṃ fem gen sg (attic epic ionic) …
16 Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …
17 общество — народн. обчество, кашинск. (См.), укр. обчество, ст. слав. обьштьство κοινότης (Супр.) Заимств. из цслав., образовано от общий, как греч. κοινωνία сообщество – от κοινός общий . Согласно Шахматову (Лит. яз. 76), сюда же относится оптом …
18 общий — общ, обща, обще. Заимств. из цслав., вместо исконнорусск. обчий, др. русск. обьчии, обьче нареч., ст. слав. обьшть κοινός, πᾶς (Супр.), болг. общ, общи, сербохорв. о̏пħӣ, словен. obči, чеш. оbес община, селение, общество , оbесny общий , польск …
19 List of kings of Macedon — Macedon (also known as Macedonia) was an ancient kingdom centered around the present day region of Macedonia in northern Greece, and was inhabited by the Ancient Macedonians, an ancient tribe. At various points in its history the kingdom proper… …
20 Cenobite — Cenobium redirects here. For the colony of algae, see Coenobium. coenobitism redirects here. For other uses, see coenobitism (disambiguation). For other meanings, see Cenobite (Hellraiser) and Cenobites (album). Coptic icon of Pachomius the Great …