πριαμικός
1 πριαμικός — ή, όν και τ. θηλ. πριαμίς, ίδος, Α [Πρίαμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πρίαμο ή ο όμοιος με τον Πρίαμο …
2 Πριαμικαῖς — Πριαμικός priam fem dat pl …
3 Πριαμικοῦ — Πριαμικός priam masc/neut gen sg …
4 Πριαμική — Πριαμικός priam fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5 Πριαμήϊος — ηΐα, ον, Α (επικ. τ.) πριαμικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίαμος + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] …
6 Πριαμικάς — Πριαμικά̱ς , Πριαμικός priam fem acc pl …
7 Πριαμίδας — Πριαμίδᾱς , Πριαμίδης priam masc acc pl Πριαμίδᾱς , Πριαμίδης priam masc nom sg (epic doric aeolic) Πριαμίς priam fem acc pl Πριαμικός priam fem acc pl …
8 Πριαμίδες — Πριαμίς priam fem nom/voc pl Πριαμικός priam fem nom/voc pl …
9 Πριαμίδος — Πριαμίς priam fem gen sg Πριαμικός priam fem gen sg …
10 Πριαμίδων — Πριαμίς priam fem gen pl Πριαμικός priam fem gen pl …
11 Πριαμίς — priam fem nom sg Πριαμικός priam fem nom sg …
12 Πριαμίσι — Πριαμίς priam fem dat pl Πριαμικός priam fem dat pl …