αἰθαλώδης
1 αἰθαλώδης — sooty masc/fem acc pl (attic epic doric) αἰθαλώδης sooty masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) αἰθαλώδης sooty masc/fem nom sg …
2 αιθαλώδης — αἰθαλώδης, ες (Α) [αἰθάλη] ο γεμάτος καπνιά, μαυρισμένος, καπνισμένος …
3 αἰθαλωδέστερον — αἰθαλώδης sooty adverbial comp αἰθαλώδης sooty masc acc comp sg αἰθαλώδης sooty neut nom/voc/acc comp sg …
4 αἰθαλώδει — αἰθαλώδης sooty masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) αἰθαλώδης sooty masc/fem/neut dat sg αἰθαλώδεϊ , αἰθαλώδης sooty dat sg (epic) …
5 αἰθαλώδη — αἰθαλώδης sooty neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰθαλώδης sooty masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰθαλώδης sooty masc/fem acc sg (attic epic doric) …
6 αἰθαλῶδες — αἰθαλώδης sooty masc/fem voc sg αἰθαλώδης sooty neut nom/voc/acc sg …
7 αἰθαλώδεις — αἰθαλώδης sooty masc/fem acc pl αἰθαλώδης sooty masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
8 αἰθαλωδῶν — αἰθαλώδης sooty masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …
9 αἰθαλώδεσι — αἰθαλώδης sooty masc/fem/neut dat pl …
10 αἰθαλώδους — αἰθαλώδης sooty masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …
11 -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …
12 αιθάλη — Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με… …
13 λιγνυόεις — λιγνυόεις, εσσα, εν (Α) [λιγνύς] γεμάτος καπνιά, αιθαλώδης …
14 λιγνυώδης — λιγνυώδης, ῶδες (AM) [λιγνύς] αυτός που μοιάζει με καπνό αρχ. 1. γεμάτος καπνιά, αιθαλώδης 2. αυτός που έχει μαύρο χρώμα …
15 παρμελία — (parmelia). Γένος λειχήνων της οικογένειας των παρμελιιδών. Ο φυλλοειδής θαλλός τους έχει λοβούς με εντομές και είναι λευκόφαιος, κιτρινωπός ή λευκοπράσινος. Ο λειχήνας είναι χαλαρά ή σφιχτά προσκολλημένος στο υπόστρωμά του. Αριθμεί περίπου 700… …
16 ψολόεις — εσσα, εν, Α 1. (συν. για τον κεραυνό) γεμάτος καπνιά, αιθαλώδης 2. μαυροκίτρινος 3. (ανώμαλος τ. πληθ. ως ουσ.) oἱ Ψολόεις άνδρες που πενθούσαν κατά τη διάρκεια τελετουργίας στον Ορχομενό τής Βοιωτίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόλος «καπνός» + κατάλ. όεις*] …
17 ԲԱԼԱՏԵՍԻԼ — ( ) NBH 1 423 Chronological Sequence: Unknown date Տ. ԲԱԼԱՁԵՒ. αἱθαλώδης fuliginosus, fumens, obscurus *Բալատեսիլ գոլորշիւք զօրէն խիտ ամպոյն զսրբոյ հոգւոյն ճառագայթսն ʼի բաց հալածեն. Բրս. պհ …
18 ՄՈԽՐԱՏԵՍԱԿ — ( ) NBH 2 0295 Chronological Sequence: 6c, 17c ա. αἱθαλώδης in favillas conversus, faliginosus. Ունօղ զտեսիլ եւ զնմանութիւն մոխրոյ, եւ մոխրագոյն. սեւերես. *Որ մոխրատեսակ փոշի բերէ. Արիստ. աշխ.: *Ուժգին բախմամբ հարկանէին զմոխրատեսակ կեդարացին.… …